μνημόσυνον
English (LSJ)
τό,
A remembrance, memorial of a thing, μνημόσυνον ἑωυτοῦ λιπέσθαι Hdt.1.185,4.166; μνημόσυνον λιπέσθαι Id.1.186, 2.101; μνημόσυνα ἀποδέξασθαι ib.148, al.: rare in early Att. Prose, Th. 5.11; μ. στοργῆς AP12.68 (Mel.); εἰς μ. τινός Ev.Matt.26.13, cf. Act.Ap.10.4. 2 memorandum, reminder, μνημόσυνα γράψομαι Ar.V. 538; τουτὶ . . ἔστω τὸ μ. μοι ib.559. 3 mark, scar, μ. ὑποκαταλιπεῖν Hp.Prorrh.2.20.
Greek (Liddell-Scott)
μνημόσυνον: τό, = μνῆμα, μνημεῖον, μνημόσυνον ἑωυτοῦ λιπέσθαι Ἡρόδ. 1. 185., 4. 166· καὶ ἄνευ τοῦ ἑωυτοῦ, μνημόσυνα λιπέσθαι, ἀποδέξασθαι ὁ αὐτ. 1. 185, 2. 101, 148, κ. ἀλλ.· σπανίως παρ’ Ἀττ., ὡς Θουκ. 5. 11. 2) ὑπόμνησις, ὑπόμνημα, σημείωσις, μνημόσυνα γράψομαι Ἀριστοφ. Σφ. 538· τουτί... ἔστω τὸ μν. μοι αὐτόθι 559. - Ἐκκλ., ὡς καὶ νῦν, τελετὴ ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τεθνεῶτος, Ἰω. Νηστευτὴς 1924Β.