ἀποδέξασθαι
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
aor. 1 of ἀποδέχομαι, but also,
II Ion. for ἀποδείξασθαι, cf. ἀποδείκνυμι.
Spanish (DGE)
v. ἀποδέχομαι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. de ἀποδέχομαι;
inf. ao. Moy. ion. de ἀποδείκνυμι.
German (Pape)
ion. = ἀποδείξασθαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδέξασθαι:
I inf. aor. к ἀποδέχομαι.
II ион. inf. med. к ἀποδείκνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδέξασθαι: ἀπαρ. τοῦ μέσ. ἀόρ. α΄ τοῦ ἀποδέχομαι, ἀλλ’ ὡσαύτως ΙΙ. Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἀποδείξασθαι ἐκ τοῦ ἀποδείκνυμαι.
Greek Monotonic
ἀποδέξασθαι:I. απαρ. αορ. αʹ του ἀποδέχομαι.
II. Ιων. αντί ἀποδείξασθαι, αόρ. αʹ του ἀποδείκνυμι.