κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
Full diacritics: στράγγευμα | Medium diacritics: στράγγευμα | Low diacritics: στράγγευμα | Capitals: ΣΤΡΑΓΓΕΥΜΑ |
Transliteration A: strángeuma | Transliteration B: strangeuma | Transliteration C: straggevma | Beta Code: stra/ggeuma |
ατος, τό,
A act of hesitation or delay, dub.cj. in Plu.Alex. 68 for στράτευμα codd. (τραῦμα Reiske).
[Seite 950] τό, = σταγγεία, zw.
στράγγευμα: τό, δισταγμός, ὄκνος ἢ βραδύτης, ἀργοπορία, πιθαν. γραφ. παρὰ Πλουτ. ἐν Ἀλεξ. 58.