ἀποζέω
From LSJ
English (LSJ)
A boil till the scum is thrown off, Hp.Acut.(Sp.)63, Diph.17.9; simply, boil, κρέα IG12(7).515.78 (Amorgos). 2 intr., cease boiling or fermenting: metaph., Alex.45.3.
German (Pape)
[Seite 302] (s. ζέΕω), 1) abkochen, Hippocr.; ἀποζέσας σίλουρον Diphil. Ath. IV, 132 d. – 2) zu sieden aufhören, vom Weine, ausgähren, οἶνον τὸν νέον – καὶ τὸν ἄνδρα ἀποζέσαι Alexis Stob. Floril. 115, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποζέω: μέλλ. -ζέσω, βράζω ἕως οὗ ἐκχυθῇ ἀφρός, Ἱππ. 407. 3, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 9. 2) ἀμεταβ., δὲν βράζω πλέον, δὲν εὑρίσκομαι ἐν ζυμώσει, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ». 6.