συμβούλομαι
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
English (LSJ)
A will or wish together with, συμβούλου μοι θανεῖν E.Hec.373; ταῦτα X.HG6.5.34 (v.l.): c. inf., agree with in a wish, τινι Pl.Cra.414e, La.189a: abs., consent, Id.Lg.718b, Euthd.298b, SIG364.50 (Ephesus, iii B.C.); agree together, c. acc. et inf., D.15.22 (cj.).
German (Pape)
[Seite 980] dep. pass. (s. βούλομαι), zugleich wollen mit Einem, συμβούλου μοι θανεῖν, Eur. Hec. 373; Plat. Crat. 414 e Lach. 189 a Euthyd. 298 b; Plut. Pomp. 9.
Greek (Liddell-Scott)
συμβούλομαι: ἀποθ., μετὰ μέσ. μέλλ. καὶ παθ. πρκμ.: ― θέλω ἢ ἐπιθυμῶ ὁμοῦ μετά τινος, συμβούλου δέ μοι θανεῖν, πρὶν αἰσχρῶν μὴ κατ’ ἀξίαν τυχεῖν, «σὺν ἐμοὶ δὲ βούλου θανεῖν ἐμὲ προτοῦ τυχεῖν αἰσχρῶν παρ’ ἀξίαν» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἑκ. 373. 2) συμφωνῶ μετά τινος, τινι Πλάτ. Κρατ. 414Ε, Λάχ. 189Α. 3) ἀπολ., συγκατατίθεμαι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 718Β, ἐν Εὐθυδ. 298Β.