ἐπίλεκτος
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
English (LSJ)
ον,
A chosen, τὸ ἐ. γένος Ἰσραήλ Ph.1.242; ξύλα πρὸς εὐωδίαν ἐ. Ael.VH5.6; ἐ. σμύρνα choice. J.AJ3.8.3; εἰκασίαι Callix.2. 2. esp. of soldiers, οἱ ἐπίλεκτοι X.An.3.4.43, HG5.3.23, IG22.680.12, IPE12.352.39 (Cherson.); in Egypt, OGI731 (ii B.C.), UPZ110.21 (ii B.C.). b. = ἔκτακτος (q.v.), Arr.Tact.10.4. c. = Lat. extraordinarii, Plb.6.26.6, etc. 2. Adv. -τως, = λογάδην, Sch.Th.4.4.
German (Pape)
[Seite 957] auserlesen, bes. von Soldaten, Kerntruppen, Xen. An. 3, 4, 43 Hell. 5, 3, 23 u. Sp., wie Pol. 6, 26, 6. – Adv. ἐπιλέκτως, Erkl. von λογάδην, Schol. Thuc. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίλεκτος: -ον, (ἐπιλέγω) ἐκλεκτός, «διαλεχτός», ξύλα πρὸς εὐωδίαν ἐπίλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 6: ― ἰδίως ἐπὶ στρατιωτικῶν, οἱ ἐπίλεκτοι Ξεν. Ἀν. 3. 4, 43, Ἑλλ. 5. 3, 23· οἱ Λατ. extraordinarii, Πολύβ. 6. 26, 6, κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, λογάδην, Σχόλ. εἰς Θουκ. 4. 4.