λεῦκος
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ὁ, name of
A a fish (cf. λευκίσκος), Theoc.Beren.4, cf. Arist. HA567a20.
German (Pape)
[Seite 34] ὁ, Name eines Fisches, Theocr. bei Ath. VII, 284 a. Vgl. Arist. H. A. 6, 13, οἱ λευκοὶ καλούμενοι ἰχθύες.
Greek (Liddell-Scott)
λεῦκος: ὁ, ὄνομα ἰχθύος (πρβλ. λευκίσκος), Θεόκρ. παρ’ Ἀθην. 284A, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 13, 1.