εἴλησις
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
Att. εἵλ-, εως, ἡ, (εἰλέω)
A eddy, vortex of wind, fire, etc., Plot.1.8.14, EM20.3, Sch.A.R.1.438, Phryn.374; revolution of heavenly bodies, Poll.4.156.
German (Pape)
[Seite 728] ἡ, das Wickeln, Zusammendrehen, Wirbeln, der Wirbelwind, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εἴλησις: Ἀττ. εἴλ-, εως, ἡ, (εἰλέω) περιστροφή, συστροφή, στρόβιλος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 438, Πολυδ. Δ΄, 156, Ζωναρ. σ. 629.