(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτᾰμιεύω: θέτω εἰς ταμεῖον, φυλάττω, Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 488, 19: ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Αἰλ. Π. Ἱστ. 1. 12 (ἔνθα τὸ ἀποταμειώσασθαι εἶναι ἐσφαλμ. γραφή).