φιλοχρήμων
From LSJ
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A = φιλοχρήματος, Dam.Isid.238, Lyd.Mag.3.53.
German (Pape)
[Seite 1288] ονος, = φιλοχρήματος, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοχρήμων: -ον, = φιλοχρήματος, ψυχὴν φιλοχρήμονα, δουλοπρεπῆ Δαμάσκ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 350. 18, Σουΐδ. ἐν λέξ. ψυχή.