φλιδών
From LSJ
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A fold, wrinkle, Hsch. (pl.). φλίεθος· καρποφόρος, Id.
Greek (Liddell-Scott)
φλιδών: -όνος, πτυχὴ ἢ ῥυτίς, «φλιδόνες· τὰ ἐν τοῖς ἱματίοις σπάσματα καὶ ῥυτίδες· τινὲς δὲ σφυγμοί» Ἡσύχ.
Full diacritics: φλιδών | Medium diacritics: φλιδών | Low diacritics: φλιδών | Capitals: ΦΛΙΔΩΝ |
Transliteration A: phlidṓn | Transliteration B: phlidōn | Transliteration C: flidon | Beta Code: flidw/n |
όνος, ἡ,
A fold, wrinkle, Hsch. (pl.). φλίεθος· καρποφόρος, Id.
φλιδών: -όνος, πτυχὴ ἢ ῥυτίς, «φλιδόνες· τὰ ἐν τοῖς ἱματίοις σπάσματα καὶ ῥυτίδες· τινὲς δὲ σφυγμοί» Ἡσύχ.