χρυσεόστολμος
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
ον,
A decked with gold, δόμοι A.Pers.159 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1379] poet. statt χρυσεόστολος, Aesch. δόμοι, Pers. 155.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεόστολμος: -ον, κεκοσμημένος διὰ χρυσοῦ, δόμοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 159.