κροκόμαγμα
From LSJ
ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
English (LSJ)
ατος, τό,
A residuum after the saffron-unguent has been expressed, Dsc.1.27, Asclep. ap. Gal.13.210, PMasp.141 ii a 23 (vi A. D.). 2 a compound drug, Damocr. ap. Gal.14.133, Paul. Aeg.7.12.
German (Pape)
[Seite 1512] τό, was bei der Bereitung des Saffranöls übrig bleibt, die holzigen Theile der Gewürze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κροκόμαγμα: τό, «τὸ δὲ κροκόμαγμα γίνεται ἐκ τοῦ κροκίνου μύρου, τῶν ἀρωμάτων ἐκπιεσθέντων καὶ ἀναπλασθέντων» Διοσκ. 1. 26. 2) ἐν Δημοκρ. παρὰ Γαλην. 13. 905, Παῦλ. Αἰγ. 7. 12, 20, εἶναι σύνθετόν τι φάρμακον.