ἡδύγλωσσος
From LSJ
English (LSJ)
Dor. ἁδ-, ον,
A sweet-tongued, βοά Pi.O.13.100.
German (Pape)
[Seite 1153] βοὰ κάρυκος, angenehm tönend (Siegesverkündigung), Pind. Ol. 13, 96.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύγλωσσος: -ον, ἡδεῖαν γλῶσσαν ἔχων, ἡδέως ὁμιλῶν, βοὰ κάρυκος Πίνδ. Ο. 13. 142· - ἡδυγλωσσία, ἡ, γλυκύτης γλώσσης, ὁμιλίας.