πνευμονικός
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
ή, όν,
A of the lungs, τόπος Arist.Pr.962b37. II affected with lung-disease, Ptol.Tetr.152.
German (Pape)
[Seite 640] att. πλευμ., zur Lunge gehörig; bes. an der Lunge leidend, lungensüchtig, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πνευμονικός: Ἀττ. πλευμ-, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς πνεύμονας, τόπος Ἀριστ. Προβλ. 33, 14, 1. ΙΙ. ὁ πάσχων ἐκ νόσου τῶν πνευμόνων, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 214.