ἀναπόλησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A repetition, A.D.Synt.29.10, al., Plot.2.9.12; reconsideration, recalling to mind, Id.4.6.3, Hierocl. in CA19p.461M.
German (Pape)
[Seite 203] ἡ, das Umwenden, übertr., Wiedererwägen, Wiederholen, Arist. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόλησις: -εως, ἡ, τὸ ἀναπολεῖν, ἐνθυμεῖσθαι, φέρειν εἰς τὴν μνήμην, «ἡ τῆς καθημερινῆς ζωῆς ἀνάμνησις μελέτη γίνεται τῆς τῶν προβεβιωμένων ἀναπολήσεως» Ἱεροκλ., Σχόλ. εἰς Χρ. Ἔπη σ. 213 (Γαισφ. 118)