πελεκητός
From LSJ
Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)
English (LSJ)
ή, όν,
A hewn, Thphr. HP5.5.6.
German (Pape)
[Seite 550] behauen, zugehauen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πελεκητός: -ή, -όν, πεπελεκημένος, τῶν δὲ ξύλων τὰ μὲν σχιστὰ τὰ δὲ πελεκητὰ τὰ δὲ στρογγύλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 6.