αἰώνιος
English (LSJ)
ον, also α, ον Pl. Ti.37d, Ep.Heb.9.12:—
A lasting for an age (αἰών 11), perpetual, eternal (but dist. fr. ἀΐδιος, Plot.3.7.3), μέθη Pl.R. 363d; ἀνώλεθρον . . ἀλλ' οὐκ αἰώνιον Id.Lg.904a, cf. Epicur. Sent.28; αἰ. κατὰ ψυχὴν ὄχλησις Id.Nat.131 G.; κακά, δεινά, Phld.Herc. 1251.18, D.1.13; αἰ. ἀμοιβαῖς βασανισθησόμενοι ib.19; τοῦ αἰ. θεοῦ Ep.Rom. 16.26, Ti.Locr.96c; οὐ χρονίη μοῦνον . . ἀλλ' αἰωνίη Aret.CA1.5; αἰ. διαθήκη, νόμιμον, πρόσταγμα, LXX Ge.9.16, Ex.27.21, To.1.6; ζωή Ev.Matt.25.46, Porph.Abst.4.20; κόλασις Ev.Matt. l.c., Olymp. in Grg.p.278J.; πρὸ χρόνων αἰ. 2 Ep.Tim. 1.9: opp. πρόσκαιρος, 2 Ep.Cor. 4.18. 2 holding an office or title for life, perpetual, γυμνασίαρχος CPHerm.62. 3 = Lat. saecularis, Phleg.Macr.4. 4 Adv. -ίως eternally, νοῦς ἀκίνητος αἰ. πάντα ὤν Procl.Inst.172, cf. Simp. in Epict.p.77D.; perpetually, μισεῖν Sch.E.Alc.338. 5 αἰώνιον, τό, = ἀείζωον τὸ μέγα, Ps.-Dsc.4.88.
Greek (Liddell-Scott)
αἰώνιος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Πλάτ. Τίμ. 38Β. καὶ Κ.Δ. Διαρκῶν ἐπὶ αἰῶνα· (ἰδὲ αἰὼν ΙΙ), δηλ. διαρκής· μέθη, Πλάτ. Πολ. 363D, κτλ. 2) ὡς τὸ αΐδιος, = αἰώνιος, ἀειχρόνιος, ἀέναος, ἀνώλεθρον ..., ἀλλ’ οὐκ αἰώνιον, ὁ αὐτ. Νόμ. 904Α· θεὸν τὸν αἰ., Τίμ. Λοκρ. 96C· οὐ χρονίη μοῦνον ..., ἀλλ’ αἰωνίη, Ἀρεταῖος Θερ. Ὀξ. Παθ. 1. 5.