ἀειχρόνιος
From LSJ
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
ἀειχρόνιον, everlasting, AP 12.229 (Strat.).
Spanish (DGE)
-ον eterno κάλλος AP 12.229 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 41] immerwährend, Strat. 71 (XII, 229).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
éternel.
Étymologie: ἀεί, χρόνος.
Russian (Dvoretsky)
ἀειχρόνιος: вечный, непреходящий (κάλλος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀειχρόνιος: -ον, αἰώνιος, Ἀνθ. Π. 12. 229.
Greek Monotonic
ἀειχρόνιος: -ον, αιώνιος, παντοτινός, σε Ανθ.
Middle Liddell
everlasting, Anth.