διανομή

From LSJ
Revision as of 10:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανομή Medium diacritics: διανομή Low diacritics: διανομή Capitals: ΔΙΑΝΟΜΗ
Transliteration A: dianomḗ Transliteration B: dianomē Transliteration C: dianomi Beta Code: dianomh/

English (LSJ)

ἡ,

   A distribution, Pl.R.535a, Arist.Pol.1329b41, etc.; παλαιὰς δ. καταφθίσας A.Eu.727; μισθῶν διανομαί Plu.Per.9; esp. of doles or largess, IG12(5).663.22 (Syros), 951.13 (Tenos), M.Ant. 1.16, Luc.Pisc.41, App.BC1.27.    2 division or factorization of numbers, Pl.Lg.747a,771c, al.    II regulation, τῇ δ. τῶν πραγμάτων ἕπεσθαι Plu.2.102e; τὴν τοῦ νοῦ δ. ἐπονομάζοντας νόμον Pl.Lg. 714a.

German (Pape)

[Seite 593] ἡ, 1) Vertheilung, Austheilung; Plat. Tim. 73 c; bes. Spende an das Volk, Plut. Pericl. 9 Coriol. 16. – 2) Verwaltung, Regierung; πραγμάτων Plut. Consol. ad Apoll. p. 318.

Greek (Liddell-Scott)

διανομή: ἡ, διαμοίρασις, Πλάτ. Πολ. 535Α, Νόμ. 714Α, κτλ.· παλαιὰς διανομὰς καταφθίσας Αἰσχύλ. Εὐμ. 727 (ὡς ἀναγινώσκεται ἐν τῷ Σχολ. Εὐρ. Ἀλκ. 12 ἀντὶ δαίμονας)· ἰδίως ἐπὶ μικρῶν βοηθειῶν διανεμομένων εἰς πένητας πολίτας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2336 (ἴδε προσθήκ.), 2347k (προσθήκ.), 2719 κ. ἀλλ. ΙΙ. διοίκησις, Πλούτ. 2. 102Ε.