μέλινον
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
τό,
A = μελισσόφυλλον, dub. in Varro RR3.16.
German (Pape)
[Seite 123] τό, = μελίταινα, Bienenkraut, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μέλινον: τό, = μελισσοβότανον, Varro R. R. 3. 16.