σκάφιον

Revision as of 10:53, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

[ᾰ] (A) (not σκαφίον), τό, Dim. of σκάφη,

   A small bowl or basin, Thphr.CP4.16.3, PLond.2.402 ii 13 (ii B.C.), PHamb.10.36 (ii A.D.), etc.; used in baths, Lyc. ap. Ath.11.501f; small cup, Phylarch. 44 J., Inscr.Délos 442 B 43, al. (ii B.C.).    2 woman's chamberpot or nightstool, Ar.Th.633, Eup.46.    II a fashion of haircutting (borrowed from the Scythians), in which the hair was cut close off round the head, so as to leave it only on the crown, which then looked like a bowl, σκάφιον ἀποκεκαρμένη Ar.Th.838; σ. ἀποτετιλμένος Id.Av.806: hence,    2 crown of the head, ἵνα μὴ καταγῇς τὸ σ. Id.Fr.604.    b occiput, Ruf.Oss.2.    c name of a bandage for the head, Sor.Fasc.3.    III in pl., = ἰσχία, τά, Poll.2.183.    IV = σκαφεῖον 1, Hp.Fract.8.
σκάφιον [ᾰ] (B), τό, Dim. of σκάφος (B),

   A small boat, Str. 17.1.50, Hld.10.4.

German (Pape)

[Seite 890] τό, dim. von σκάφη, σκάφος (nicht σκαφίον zu accentuiren); – 1) kleine Wanne, kleiner Trog, kleines Gefäß, Schälchen, Näpfchen; Theophr. u. A.; vgl. Ar. σκάφιον Ξένυλλ' ᾔτησεν· οὐ γὰρ ἦν ἀμίς, Thesm. 633, wie bei Iuvenal 6, 262 scaphium ein nachenförmiger Nachttopf für Weiber ist; ein Becher, Ath. IV, 142 d XI, 475 c. – Eine Art Brennspiegel, mit welchem die Vestalinnen das Feuer anzündeten, Plut. Num. 9; – eine Wurfschaufel, πτύον, Schol. Ar. Av. 806. – 2) eine besondere Art, die Haare zu scheeren, wenn man bloß auf dem Wirbel einen Haarschopf stehen ließ und ringsherum Alles kahl wegschor, κουρᾶς γένος, το ἐν χρῷ, Schol. Ar. Av. 806, wo steht κοψίχῳ γε σκάφιον ἀποτετιλμένῳ; vgl. Thesm. 838, αὐτὴν καθῆσθαι σκάφιον ἀποκεκαρμένην, wo der Schol. es für eine Art κουρᾶς δουλικῆς erkl.; Harpocr. führt auch aus Ar. Γῆρας diese Bdtg an; vgl. noch Schol. Luc. Lexiph. 5, wo οὐ κηπίον, ἀλλὰ σκάφιον ἐκεκάρμην steht. – Es wird aber auch für den Wirbel oder den ganzen obern Schädel selbst gebraucht; Poll. 2, 80 sagt, es stehe = κεφαλή bei Ar. – 3) wie σκαφίδιον, ein kleines Grabscheit od. eine kleine Hacke, bes. ein Werkzeug der Athleten zur Uebung im Graben, Plut. Arat. 3; nach Schol. Theocr. 4, 10 = dem attischen ἄμη.

Greek (Liddell-Scott)

σκάφιον: [ᾰ] (οὐχὶ σκαφίον), τό, ὑποκορ. τοῦ σκάφη, μικρὰ σκάφηλεκάνη, Θεοφρ.π. Φυτ. Αἰτ. 4. 16, 3· ἐν χρήσει ἐν τοῖς λουτροῖς, Λυκόφρ. παρ’ Ἀθην. 501Ε, παρ’ Ἡσύχ. ἐν λ. χύτλον· μικρὸν ποτήριον, Ἀθήν. 142D. κτλ. 2) γυναικὸς οὐροδοχεῖον νυκτερινόν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 633, πρβλ. Α. Β. 301· οὕτω Λατιν. scaphium παρὰ τῷ Ἰουβεν. 6. 264. 3) κοῖλον κάτοπτρον χρησιμεῦον πρὸς συγκέντρωσιν τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, δι’ οὗ αἱ Ἑστιάδες παρθένοι ἀνῆπτον τὸ πῦρ, Πλουτ. Ἄρατ. 3, καὶ (ἐν τῷ τύπῳ σκαφεῖον) ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 9· πρβλ. ὕαλος. ΙΙ. τρόπος τοῦ κείρειν τὴν κόμην (παραληφθεὶς ἀπὸ τῶν Σκυθῶν), καθ’ ὅν αὕτη ἐκείρετο μέχρι τοῦ δέρματος ὁλόγυρα περὶ τὴν κεφαλήν, οὕ ὡς ὥστε νὰ μένωσι τρίχες ἐξέχουσαι μόνον ἐπὶ τῆς κορυφῆς, ἡ ὁποία οὕτως ἐφαίνετο ὥς τις λεκάνη, σκάφιον ἀποκεκαρμένος, ἔχων κεκαρμένην τὴν κόμην κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον, Ἀριστοφ. Θεσμ. 838· σκάφιον ἀποτετιλμένος ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 806· - ἐντεῦθεν, 2) ἡ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς, μὴ καταγῇς τὸ σκάφιον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 502. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ἰσχία. τά, Πολυδ. Β΄, 183. IV. σκαφεῖον, Ἱππ. Ἀγμ. 757.