ἀρχαιοπρεπής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A time-honoured, venerable, A.Pr.409, Pl.Sph.229e; παράκλησις Iamb.Protr.17: Comp., Dam.Pr.131. Adv.-πῶς ib.337. 2 of literary style, old-fashioned, σχήματα D.H.Comp.23; ὀνόματα Id.Pomp.2; ἑρμηνεία Simp.in Ph. 233.10 (Comp.). Adv. -πῶς ib.111.15.
German (Pape)
[Seite 364] ές, durch Alterthum ehrwürdig, τιμαί Aesch. Prom. 406; übh. = alterthümlich, Plat. Soph. 229 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιοπρεπής: -ές, διαπρεπὴς ἐξ ἀρχαίων χρόνων, τετιμημένος καὶ σεβαστὸς ἕνεκα τῆς ἀρχαιότητος αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 409. 2) ἐν γένει, ἀρχαϊκός, Πλάτ. Σοφ. 229Ε.