χρυσόκολλα
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
German (Pape)
[Seite 1381] ἡ, 1) Goldloth, ein Kupferoker, mit dem man das Gold löthete, Sp. – 2) ein Gericht von Leinsaamen u. Honig, Ath. III, 111, aus Alcman.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόκολλα: ἡ, ὕλη μεταλική, δι’ ἧς ἐκόλλων τὸν χρυσόν, Ἀριστοτ. περὶ Θαυμ. 58, Θεοφρ. περὶ Λίθ. 26 καὶ 40, Διοσκ. 5. 84, Plin. N. H. 33. 26 κἑξ.· - κατὰ τὸν King, Antique Gems 15, μαλαχίτης ἢ ἀνθρακοῦχος χαλκός· ἢ κατ’ ἄλλους, βόραξ τῆς σόδας, δι’ οὗ ἔτι καὶ νῦν κολλᾶται ὁ χρυσός, ὥρα Λάνδερερ ἐν Schliemann’ s, Mycenae, σ. 231. ΙΙ. ἔδεσμά τι ἐκ λινοσπόρου καὶ μέλιτος, Ἀλκμὰν 61. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χρυσοκόλλα (παροξυτ.)· βρῶμά τι ἐκ λινοσπέρμου καὶ μέλιτος, καὶ χρῶμά τι χλωρόν».