τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
Full diacritics: μάρη | Medium diacritics: μάρη | Low diacritics: μάρη | Capitals: ΜΑΡΗ |
Transliteration A: márē | Transliteration B: marē | Transliteration C: mari | Beta Code: ma/rh |
[ᾰ], ἡ,
A = χείρ, hand, Pi.Fr.310. (Hence εὐμαρής, εὐμάρεια.)
[Seite 95] ἡ, nach Schol. Il. 15, 137 bei Pind. = χείρ, soll Stammwort von μάρπτω u. εὐμαρής sein.
μάρη: [ᾰ], ἡ, = χείρ, Πινδ. Ἀποσπ. 276· ὁπόθεν ἐτυμολογοῦνται αἱ λέξ. εὐμαρής, εὐμάρεια.