φιλτρόποτον
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
τό,
A love-potion, Cael. Aur.TP1.5.
German (Pape)
[Seite 1289] τό, Liebestrank, Sp., zw.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλτρόποτον: τό, ποτὸν ἐμπνέον ἔρωτα, φίλτρον, Cael Aurel. C??on. Μ. 1, 5, σ. 326.