ἀντικοσμέω
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
English (LSJ)
A arrange in turn, Plu.2.813d. 2 adorn in turn, ib.828a :—Pass., Aristid. Or.25 (43).33:—Subst. ἀντικόσμ-ησις, εως, ἡ, Suid.
German (Pape)
[Seite 253] dagegen, ebenfalls schmücken, Plut. reip. ger. praec. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικοσμέω: κοσμούμενος αὐτὸς κοσμῶ ἄλλον, δίκαιον γάρ, ὑπὸ τῶν μειζόνων κοσμουμένους ἀρχῶν, ἀντικοσμεῖν τὰς ἐλάττονας, ἐπὶ τῶν κατεχόντων μέγα ἀξίωμα ἐν τῇ πολιτείᾳ καὶ ἔπειτα δεχομένων κατώτερον, Πλούτ. 2. 813D, κτλ.: - τὸ οὐσιαστ. -κόσμησις, ἡ, «ἀντιπαράτορα, ἀντικόσμησις, ἢ ἄλλη εὐπρέπεια· παρᾶτον γὰρ ἡ παρασκευὴ παρὰ Ρωμαίοις» Σουΐδ.