ἐπικούρημα

From LSJ
Revision as of 10:56, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικούρημα Medium diacritics: ἐπικούρημα Low diacritics: επικούρημα Capitals: ΕΠΙΚΟΥΡΗΜΑ
Transliteration A: epikoúrēma Transliteration B: epikourēma Transliteration C: epikoyrima Beta Code: e)pikou/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A protection, τοῖς ὀφθαλμοῖς χιόνος X.An.4.5.13; remedy, Gal.6.171: pl., aids, succours, τῇ ζωῇ Iamb.Protr. 20.

German (Pape)

[Seite 952] τό, Hülfe, Hülfsmittel, χιόνος, gegen den Schnee, Xen. An. 4, 5, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικούρημα: τό, βοήθημα, ἦν δὲ τοῖς... ὀφθαλμοῖς ἐπικούρημα τῆς χιόνος, εἴ τις μέλαν τι ἔχων πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν πορεύοιτο, ἦτο δὲ τῶν... ὀφθαλμῶν προφυλακτικὸν ἐναντίον τῆς χιόνος ἐάν τις ἐπορεύετο ἔχων πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μέλαν τι, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 13.