ὁμόστοιχος
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
English (LSJ)
ον,
A in the same line or rank with, τινι Thphr.CP6.6.3, Jul. Or.5.163c, Dam.Pr.312 ; v.l. for ὁμότοιχος (q. v.) in Plu.2.503d.
German (Pape)
[Seite 340] = Vorigem, Sp., μανίᾳ γὰρ ὁμόστοιχος ἡ ὀργή, Plut. de garrul. 4. Vgl. aber ὁμότοιχος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόστοιχος: -ον, ὁ ἐν τῇ αὐτῇ γραμμῇ ἢ τάξει μετά τινος ὤν, τινι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 3, Ἐκκλ.· - ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε -στιχος. -Ἐπίρρ. ὁμοστίχως, Λεόντ. Μον. 641Α,