γέα
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
A v. γῆ. γέαρ· ἔαρ, Hsch. (γ = ϝ). γέβους· ζυγά, Id. γέβουτον· ψόφον, Id. γεγάᾱτε, γεγάᾱσι, v. γίγνομαι. γεγάθει, v. sub γηθέω.
German (Pape)
[Seite 477] ἡ, VLL., = γῆ; γέαι Crinag. 22 (IX, 430); γεῶν Lesart der besten mss. bei Her. 4, 198.
Greek (Liddell-Scott)
γέα: ἡ, σπάνιος ἀσυναίρετος τύπος τοῦ γῆ, ὃ ἴδε.