ἀσυναίρετος
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
ἀσυναίρετον, Medic.,
A not contracted or shortened, Paul.Aeg.6.107.
II Gramm., uncontracted, Eust.50.36. Adv. ἀσυναιρέτως Id.16.32.
Spanish (DGE)
-ον
1 no contraído, no encogido ὅπως ἀσυναίρετον μείνῃ τὸ κῶλον Paul.Aeg.6.107
•gram. no contracto ῥῆμα Eust.50.36.
2 adv. -ως gram. sin contracción Eust.16.32.
German (Pape)
[Seite 380] nicht zusammengezogen, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυναίρετος: -ον, ὁ μὴ συνῃρημένος, Εὐστ. 50. 36. - Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. 16. 32.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀσυναίρετος, -ον)
αυτός που δεν έχει υποστεί συναίρεση.