ὑπερφωνέω

From LSJ
Revision as of 10:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφωνέω Medium diacritics: ὑπερφωνέω Low diacritics: υπερφωνέω Capitals: ΥΠΕΡΦΩΝΕΩ
Transliteration A: hyperphōnéō Transliteration B: hyperphōneō Transliteration C: yperfoneo Beta Code: u(perfwne/w

English (LSJ)

   A speak exceedingly well, Philostr.VS1 Prooem.    II trans., outbawl, τινα Luc.Rh.Pr.13; οἰμωγὴ ὑ. τὸν τῶν σαλπίγγων ἦχον J.AJ11.4.2: metaph., outdo, Philostr.VA5.7, cf. Jul.Or.6.182a; τὸ Θηβῶν πάθος ὑ. τοὺς Ἕλληνας Him.Ecl.2.4.    2 sing loudly, αἴνεσιν LXX Ju.15.14 (16.1).

German (Pape)

[Seite 1204] übermäßig laut sprechen, LXX.; – überschreien, τινά, Luc. rhet. praec. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφωνέω: ὁμιλῶ φωνάζων δυνατά, ὁμιλῶ μὲ μεγάλην φωνήν, τῶν ῥητόρων τοὺς ὑπερφωνοῦντας Φιλόστρ. 484, Ἐκκλ. ΙΙ. μεταβ., ὑπερβάλλω τινὰ κατὰ τὴν φωνήν, ὑπερτερῶ φωνάζων δυνατώτερα, τινα Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 13· - μεταφορ., ὑπερβάλλω, ὑπερτερῶ, νικῶ, τὸ περὶ τὴν τομὴν ἔργον ὑπερφωνεῖν δοκεῖ τὰ Νέρωνος πάντα Φιλόστρ. 194.