ὑπερφωνέω

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφωνέω Medium diacritics: ὑπερφωνέω Low diacritics: υπερφωνέω Capitals: ΥΠΕΡΦΩΝΕΩ
Transliteration A: hyperphōnéō Transliteration B: hyperphōneō Transliteration C: yperfoneo Beta Code: u(perfwne/w

English (LSJ)

A speak exceedingly well, Philostr.VS1 Prooemia
II trans., outbawl, τινα Luc.Rh.Pr.13; οἰμωγὴ ὑ. τὸν τῶν σαλπίγγων ἦχον J.AJ11.4.2: metaph., outdo, Philostr.VA5.7, cf. Jul.Or.6.182a; τὸ Θηβῶν πάθος ὑ. τοὺς Ἕλληνας Him.Ecl.2.4.
2 sing loudly, αἴνεσιν LXX Ju.15.14 (16.1).

German (Pape)

[Seite 1204] übermäßig laut sprechen, LXX.; – überschreien, τινά, Luc. rhet. praec. 13.

French (Bailly abrégé)

ὑπερφωνῶ :
parler plus haut que, acc..
Étymologie: ὑπέρ, φωνέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερφωνέω: покрывать (своим) голосом, заглушать: ὑ. τινα Luc. перекричать кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφωνέω: ὁμιλῶ φωνάζων δυνατά, ὁμιλῶ μὲ μεγάλην φωνήν, τῶν ῥητόρων τοὺς ὑπερφωνοῦντας Φιλόστρ. 484, Ἐκκλ. ΙΙ. μεταβ., ὑπερβάλλω τινὰ κατὰ τὴν φωνήν, ὑπερτερῶ φωνάζων δυνατώτερα, τινα Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 13· - μεταφορ., ὑπερβάλλω, ὑπερτερῶ, νικῶ, τὸ περὶ τὴν τομὴν ἔργον ὑπερφωνεῖν δοκεῖ τὰ Νέρωνος πάντα Φιλόστρ. 194.

Greek Monotonic

ὑπερφωνέω: μέλ. -ήσω, υπερέχω κάποιου φωνάζοντας δυνατώτερα απ' αυτόν, τινά, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to outbawl, τινά Luc.