χελλών
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
or χελών, ῶνος, ὁ, a kind of
A mullet, Mugil chelo, Arist. HA543b15, 570b2, 591a23, Fr.318, Hices. ap. Ath.7.306e; χελλών (χελμών cod.)· ἰχθῦς ποιός, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1348] ῶνος, ὁ, eine Fischart, Ath. VII, 306 c, S. χειλών.
Greek (Liddell-Scott)
χελλών: ἢ χελών, ῶνος, ὁ, εἶδος ἰχθύος μετὰ μακροῦ ῥύγχους ἐκ τοῦ γένους τῶν κεφάλων, Λατ. labeo, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 11, 3., 8. 2, 26, Ἀποσπ. 299, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 306Ε κἑξ.· παρὰ δὲ τῷ Ἡσυχ. τὸ χελμὼν φαίνεται ὅτι εἶναι ἡμαρτημένον ἀντὶ τοῦ χελλών. Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. 67, 68, 87, 88.