προδωμάτιον
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
τό, Att. for προκοιτών, Phryn.227, Hsch.
German (Pape)
[Seite 717] τό, Vorhäuschen, vgl. Lob. Phryn. 252.
Greek (Liddell-Scott)
προδωμάτιον: τό, Ἀττ. λέξις ἀντὶ τοῦ προκοιτών, Φρύνιχ. 252. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προδωμάτιον· τὸ πρὸ τοῦ κοιτῶνος στοΐδιον».