δολιεύομαι
From LSJ
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
English (LSJ)
A deal treacherously, Aq., Sm.Ge.37.18. 2 λόγος δεδολιευμένος a sophism, S.E.P.2.229.
German (Pape)
[Seite 654] hinterlistig bandeln, LXX.; λόγος δεδολιευμένος, listige, verfängliche Rede, Sext. Emp. pyrrh. 2, 229.
Greek (Liddell-Scott)
δολιεύομαι: ἀποθ., δολίως φέρομαι, λόγος δεδολιευμένος, σόφισμα, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 229.