ψελλότης
From LSJ
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A imperfect pronunciation, distd. fr. τραυλότης by Arist.Pr.902b24; ψ. γλώσσης ἰδία νόσος Plu.2.963c.
German (Pape)
[Seite 1393] ητος, ἡ, das Stammeln, Stottern, Anstoßen beim Sprechen, Lispeln, der Naturfehler des ψελλός, Arist. probl. 11, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ψελλότης: -ητος, ἡ, ἀτελὴς ἢ ἐλλιπὴς προφορά· διακρίνεται τοῦ τραυλότης ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν Προβλ. 11. 30· ψ. γλώσσης πλούτ. 2. 963C.