φιλιάζω
From LSJ
English (LSJ)
A to be a friend, τινι LXX 2 Ch.20.37, BGU1141.18 (i B. C.), Olymp. Hist.p.470 D.; φιλιάζουσαι, title of mime by Herodas.
German (Pape)
[Seite 1278] Jemandes Freund sein, werden, τινί, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλιάζω: εἶμαι ἢ γίνομαι φίλος, τινὶ Ἑβδ. (Σειρὰχ. ΛΖ΄, 1, κ. ἀλλ.)· εἴς τινα μνημονεύεται ἐκ τοῦ Achmes.