φιλιάζω

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλιάζω Medium diacritics: φιλιάζω Low diacritics: φιλιάζω Capitals: ΦΙΛΙΑΖΩ
Transliteration A: philiázō Transliteration B: philiazō Transliteration C: filiazo Beta Code: filia/zw

English (LSJ)

to be a friend, τινι LXX 2 Ch.20.37, BGU1141.18 (i B. C.), Olymp. Hist.p.470 D.; φιλιάζουσαι, title of mime by Herodas.

German (Pape)

[Seite 1278] Jemandes Freund sein, werden, τινί, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλιάζω: εἶμαι ἢ γίνομαι φίλος, τινὶ Ἑβδ. (Σειρὰχ. ΛΖ΄, 1, κ. ἀλλ.)· εἴς τινα μνημονεύεται ἐκ τοῦ Achmes.

Greek Monolingual

ΝΑ φιλία
νεοελλ.
1. (αμτβ.) συμφιλιώνομαι, φιλιώνω
2. (μτβ.) συνταιριάζω
αρχ.
1. είμαι ή γίνομαι φίλος κάποιου
2. (το θηλ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως κύριο όν.) Φιλιάζουσαι
τίτλος μίμου του Ηρώνδα.