μεμορυχμένα

From LSJ
Revision as of 10:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμορυχμένα Medium diacritics: μεμορυχμένα Low diacritics: μεμορυχμένα Capitals: ΜΕΜΟΡΥΧΜΕΝΑ
Transliteration A: memorychména Transliteration B: memorychmena Transliteration C: memorychmena Beta Code: memoruxme/na

English (LSJ)

μυσαρά, κτλ., Hsch. (v. μορύσσω). μεμόσει· μολύνει, Id.

Greek (Liddell-Scott)

μεμορυχμένα: «μυσαρά, μεμολυσμένα, ἠσβολημένα, μεμορωμένα ἅπαντα» Ἡσύχ.