ἀποτμήξ
From LSJ
English (LSJ)
ῆγος, ὁ, ἡ,
A cut off, sheer, like ἀπορρώξ, σκοπιή A.R.2.581.
German (Pape)
[Seite 331] ῆγος, abgeschnitten, steil, σκοπιά Ap. Rh. 2, 581.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτμήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ἀποκεκομμένος, ἀπότομος, ὡς τὸ ἀπορρώξ, ἀποτμῆγι σκοπιῇ ἴσον, ὅ ἐ. ἀπερρηγμένη, ἀπεσχισμένη, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 581.