ἔμπασις
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
εως, ἡ, (πέπᾱμαι)
A = ἔγκτησις, IG5(2).11 (Tegea), 7.8.9 (Megara, iii B.C.), Hsch. (pl.); Boeot. ἔππασις IG7.3166 (Orchom., iii B.C.); also ἔπασις ib.3167, al.; Arc. ἴμπασις ib.5(2).17 (Tegea), 394 (Lusi).
ἔμ-πᾰσις, εως, ἡ,
A sprinkling, dusting, εἰς ἔμπασιν BKT3p.32.
German (Pape)
[Seite 810] ἡ, dor. = ἔγκτησις; Hes.; Inscr. 1563, ἔππασις, böot.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπασις: -εως, ἡ, (πέπᾱμαι) = ἔγκτησις, γεγραμμένον ἔππασις ἐν Βοιωτ. Ἐπιγρ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγρ. 1562 - 4b· ἔπασις αὐτόθι 1564 - 5.