τύπανος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, an unknown bird, Arist.HA609a27 (perh.
A f.l. for τύραννος).
German (Pape)
[Seite 1162] ὁ, ein Vogel, Arist. H. A. 9, 1.
Greek (Liddell-Scott)
τύπᾰνος: ὁ, εἶδος πτηνοῦ, πιθανῶς εἶδος δρυοκολάπτου, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 17.