μεγαλομέτωπος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A gloss on εὐρυμέτωπος, EM396.50.
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλομέτωπος: -ον, ὁ ἔχων μέγα μέτωπον, Ἐτυμ. Μέγ. 396. 50, πρὸς ἑρμην. τῆς λ. εὐρυμέτωπος.
Full diacritics: μεγᾰλομέτωπος | Medium diacritics: μεγαλομέτωπος | Low diacritics: μεγαλομέτωπος | Capitals: ΜΕΓΑΛΟΜΕΤΩΠΟΣ |
Transliteration A: megalométōpos | Transliteration B: megalometōpos | Transliteration C: megalometopos | Beta Code: megalome/twpos |
ον,
A gloss on εὐρυμέτωπος, EM396.50.
μεγαλομέτωπος: -ον, ὁ ἔχων μέγα μέτωπον, Ἐτυμ. Μέγ. 396. 50, πρὸς ἑρμην. τῆς λ. εὐρυμέτωπος.