ἀνεπίκριτος
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
ον,
A not decided, indeterminate, πράγματα Aristocl. ap. Eus.PE14.18, cf. S.E.P.1.98, etc. Adv. -τως Id.M.11.230. 2 indistinct, indeterminate, φαντασία Plot.3.6.4. 3 Medic., untested, untried, ἡ διαφωνία ἡ ἀ., t.t. of the Empirics, Gal.1.78. 4 not officially examined, POxy.257.23 (ii A.D.), etc.; of a question, etc., unexamined, Simp. in Ph.1148.29.
German (Pape)
[Seite 224] nicht urtheilend, nicht zu beurtheilen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίκρῐτος: -ον, ὁ μὴ κεκριμένος, περὶ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ κρίνῃ, ν’ ἀποφασίσῃ, Ἀριστοκλ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 758D, Σέξτ. Ἐμπ. Πυρρων. Ὑποτ. 1. 98, κτλ.: - Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. πρὸς Μ. 11. 230. 2) ἄκριτος, ἄτοπος, Ἰουστῖν. Μ.