ἀνδριαντοπλάστης
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
ον, ὁ,
A modeller of statues, Cat.Cod.Astr.8(4).213 (Rhetor.), Eust.206.37.
German (Pape)
[Seite 217] ὁ, = ἀνδριαντογλύφος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδριαντοπλάστης: -ου, ὁ, ὁ πλάττων (ἐκ πηλοῦ) ἀνδριάντας, Εὐστ. 206. 37.