ἀκρόκομος

From LSJ
Revision as of 11:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρόκομος Medium diacritics: ἀκρόκομος Low diacritics: ακρόκομος Capitals: ΑΚΡΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: akrókomos Transliteration B: akrokomos Transliteration C: akrokomos Beta Code: a)kro/komos

English (LSJ)

ον, (κόμη)

   A with hair on crown, epith. of Thracians, who either tied up their hair in a top-knot, or shaved all their head except crown, Il.4.533, Archil. Supp.1.4; with hair at tip, of goat's chin, Plb.34.10.9.    II with leafy crown, E.Ph.1516; esp. of palms, D.S.2.53, D.P.1010; ἀ. κυπάρισσοι tapering cypresses, Theoc.22.41.

German (Pape)

[Seite 83] 1) auf der Spitze behaart, Hom. einmal, Iliad. 4, 533 Θρήικες ἀκρόκομοι, vielleicht weil sie nur oben auf dem Wirbel Haare trugen u. sonst den Kopf schoren; nach Anderen = καρηκομόωντες; Apoll. lex. Hom. 19, 6 ἀκρόκομοι οἱ μήτε κομῶντες μήτε ἀπεψιλωμένοι τὴν κόμην, also mit kurzabgeschnittenen Haaren, die nicht lang herabhängen, sondern nur ἐν ἄκρᾳ τῇ κεφαλῇ sind. – 2) oben belaubt, κλάδοι Eur. Phoen. 1516; κυπάρισσοι Theocr. 22, 41; πίτυς Archi. 29 (VII, 213).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόκομος: -ον, (κόμη) = ἔχων κόμην ἐπὶ τῆς κορυφῆς, ἐπίθ. τῶν Θρᾳκῶν, οἵτινες ἢ συνέδεον τὴν κόμην των ἐπὶ τῆς κορυφῆς εἰς ἕνα ὄγκον ἢ ἐξύριζον ἅπασαν τὴν κεφαλήν, πλὴν τῆς κορυφῆς, Ἰλ. Δ. 533˙ μὲ τρίχας εἰς τὸ ἄκρον, περὶ γενείου τράγου, Πολύβ. παρὰ Στράβ. 208: - παρὰ Πολυδ. 2. 28˙ ἀκροκόμης, ου, ὁ. ΙΙ. ἔχων φύλλα κατὰ τὴν κορυφήν, πυκνόφυλλος, Εὐρ. Φοίν. 1516, Θεόκρ. 22. 41˙ ἰδίως ἐπὶ τοῦ φοίνικος, Διόδ. 2. 53, Διον. Π. 1010.