διαβεβαιωτικός

From LSJ
Revision as of 11:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβεβαιωτικός Medium diacritics: διαβεβαιωτικός Low diacritics: διαβεβαιωτικός Capitals: ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diabebaiōtikós Transliteration B: diabebaiōtikos Transliteration C: diavevaiotikos Beta Code: diabebaiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A affirmative, δ. σύνδεσμος A.D.Conj.235.26, al., EM415.42; θεωρία Ptol.Tetr.7. Adv. -κῶς A.D.Synt.318.28, S.E.P.1.233.

Greek (Liddell-Scott)

διαβεβαιωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων ἰσχυρὰν βεβαίωσιν δ. σύνδεσμος, σημαίνων διαβεβαίωσιν, Ἐτυμ. Μ. 415. 42.- Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 233. 2)= βέβαιος, ἀντίθ. τῷ στοχαστικός, Πρόκλ. Παρ. σ. 10.