συνεκτρέφω
English (LSJ)
A rear up along with or together, τὸ γεννηθὲν κοινῇ μετ' ἐκείνου Pl.Smp.209c; σ. τοὺς παῖδας assist in bringing them up, Id.Mx.249a: metaph., πῦρ Plu.Brut. 31:—Pass., grow up with, συνεκτραφεὶς ἐμοί E.IT709, cf. And.1.48, Luc.Am.32.
German (Pape)
[Seite 1013] (s. τρέφω), mit od. zugleich aufziehen; συνεκτραφεὶς ἐμοί Eur. I. T. 709, wie Andoc. 1, 48; τοὺς παῖδας συνεκτρέφει αὐτή, Plat. Menex. 249 a; μετά τινος, Conv. 209 c; Sp., wie Luc. amor. 32 u. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκτρέφω: μέλλ. -θρέψω, ἀνατρέφω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, τὸ γεννηθὲν κοινῇ μετ’ ἐκείνου Πλάτ. Συμπ. 209C· ξ. τοὺς παῖδας, συνεργῶ, βοηθῶ εἰς ἀνατροφὴν αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 249Α. ― Παθητ., ἐκτρέφομαι, αὐξάνομαι μετά τινος, «μεγαλώνω» ὁμοῦ, συνεκτραφεὶς ἐμοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 709, πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 29, Λουκ. Ἔρωτ. 32.