τορνευτήριον
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
τό,
A turner's chisel, Thphr.HP5.6.4.
German (Pape)
[Seite 1130] τό, das Eisen der Drechsler, mit dem sie das Holz drehen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
τορνευτήριον: τό, τὸ τοῦ τορνευτοῦ ἐργαλεῖον, τὸ εἰς τὸν τόρνον ἐφηρμοσμένον σιδήριον, τόρνος, τορεύς, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 8. 6, 4.